μετρονιδαζόλη

μετρονιδαζόλη
η
(φαρμ.) συνθετικό χημειοθεραπευτικό με αντιπαρασιτικές ιδιότητες, χρησιμοποιούμενο στη θεραπεία τών τριχομοναδώσεων, τής λαμβλίασης και τής αμοιβάδωσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”